- μετοχάρης
- ο, θηλ. μετοχάρισσα (Μ μετοχάρης και μετοχιάρης)1. (ιδίως για μοναχό) αυτός που κατοικεί σε μετόχι, ο μετοχιάριος2. χωρικός ο οποίος κατοικεί και καλλιεργεί μετόχιο μονής.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετόχι + κατάλ. -(ι)άρης].
Dictionary of Greek. 2013.